- κωμωδογράφος
- κωμῳδογράφος, ὁ (Α)βλ. κωμωδιογράφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωμῳδογράφων — κωμῳδογράφος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμῳδογράφῳ — κωμῳδογράφος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμωδιογράφος — ο (Α κωμῳδιογράφος και κωμῳδογράφος) συγγραφέας κωμωδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδία + γράφος*. Ο τ. κωμῳδογράφος είναι μτγν.] … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek